κάζο

κάζο
το
1. απρόοπτο και δυσάρεστο περιστατικό, πάθημα
2. περίπτωση, περιστατικό, ιδίως για μορφή νοσήματος («ο γιατρός πρώτη φορά αντιμετώπιζε τέτοιο κάζο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caso «περίπτωση, συμβάν» < λατ. casus < ρ. cado (cecidi-casum-caděre) «πέφτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάζο — το (λ. ιταλ.), απρόοπτο και δυσάρεστο περιστατικό, πάθημα: Έπαθα μεγάλο κάζο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καζούρα — η πείραγμα, φάρσα για γελοιοποίηση κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάζο + κατάλ. ουρα (πρβλ. θολ ούρα, μουτζ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • χουνέρι — το, Ν απρόοπτο και δυσάρεστο πάθημα, κάζο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. huner «δεξιοτεχνία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”