- κάζο
- το1. απρόοπτο και δυσάρεστο περιστατικό, πάθημα2. περίπτωση, περιστατικό, ιδίως για μορφή νοσήματος («ο γιατρός πρώτη φορά αντιμετώπιζε τέτοιο κάζο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. caso «περίπτωση, συμβάν» < λατ. casus < ρ. cado (cecidi-casum-caděre) «πέφτω»].
Dictionary of Greek. 2013.